- βραχύτατα
- βραχύςshortneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχυτάτας — βραχυτάτᾱς , βραχύς short fem acc pl βραχυτάτᾱς , βραχύς short fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύταθ' — βραχύτατα , βραχύς short neut nom/voc/acc pl βραχύτατε , βραχύς short masc voc sg βραχύταται , βραχύς short fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπογράφομαι — ΜΑ (μσν. μόνον το ενεργ συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ. β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.) αρχ. 1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος 2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο… … Dictionary of Greek
διατσίντο — Πολυετής πόα της οικογένειας των αμαρυλιδών. Έχει κονδυλόρριζο βολβό και όρθιο ανθοφόρο στέλεχος, ύψους μέχρι 1 μ. Τα φύλλα της είναι βραχύτατα, ενώ τα παράρριζα είναι επιμήκη (έως 40 εκ.), αυλακοειδή, γραμμοειδή και ούληκτα. Τα άνθη είναι λευκά … Dictionary of Greek